σεβαστά

σεβαστά
σεβαστός
venerable
neut nom/voc/acc pl
σεβαστά̱ , σεβαστός
venerable
fem nom/voc/acc dual
σεβαστά̱ , σεβαστός
venerable
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σεβαστάς — σεβαστά̱ς , σεβαστός venerable fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεβαστείον — και Σεβάστιον, τὸ, Α [σεβαστός] 1. ναός τού αυτοκράτορα, τού Σεβαστού 2. στον πληθ. τὰ Σεβαστεῑα αγώνες προς τιμήν τού αυτοκράτορα, αλλ. Σεβάσμια ή Σεβαστά …   Dictionary of Greek

  • ρωπογραφία — Έτσι επικράτησε να λέγεται στα ελληνικά το είδος της ζωγραφικής που στη διεθνή ορολογία έχει το γαλλικό όνομα genre, δηλαδή η ζωγραφική που δεν παίρνει τα θέματά της από τη μυθολογία, την ιστορία ή τη θρησκεία, αλλά από σκηνές της καθημερινής… …   Dictionary of Greek

  • σεΐχης — ο, Ν 1. (στους μουσουλμάνους) α) αρχηγός γενιάς ή φυλής, φύλαρχος β) ηγούμενος δερβισικού τεκέ 2. αραβικός τίτλος που απονεμόταν σε σεβαστά πρόσωπα ηλικίας άνω τών 50 ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. şeyh] …   Dictionary of Greek

  • σεβαστός — (I) ή, ό / σεβαστός, ή, όν, ΝΑ [σεβάζομαι] 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.) 2. προσωνυμία τού Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων… …   Dictionary of Greek

  • σιντοϊσμός — Εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας πολυθεϊστικού τύπου: η λατρεία αποδίνεται όχι μόνο στις καθαυτό θεότητες μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Αματερασού, η θεά του Ήλιου που κατέχει την πρώτη θέση στο πάνθεον αλλά και στους προγόνους και στα πνεύματα,… …   Dictionary of Greek

  • βεράτι ή μπεράτι — Πρόκειται για σουλτανικό διάταγμα κατά την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με το οποίο παραχωρούνταν προνόμια ή κάθε είδους απαλλαγές. Η λέξη προέρχεται από την τουρκοπερσική λέξη μπεράτ. Στον τομέα των σχέσεων του οθωμανικού κράτους με το… …   Dictionary of Greek

  • γκουρού — (guru). Θρησκευτικός τίτλος που δινόταν αρχικά από τους Ινδούς στα σεβαστά πρόσωπα και που αργότερα σήμαινε κατ’ αντονομασία δάσκαλος. Η λέξη στην κυριολεξία της στα σανσκριτικά σημαίνει σοβαρός. Στη βραχμανική κοινωνία, ο γ. μεταβιβάζει την ιερή …   Dictionary of Greek

  • Δοσίθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αστρονόμος (β’ μισό 3ου αι. π.Χ.). Καταγόταν από το Πηλούσιο και έζησε στην Αλεξάνδρεια. Υπήρξε μαθητής του Κόνωνα και φίλος του Αρχιμήδη. Είναι γνωστές οι παρατηρήσεις του για τους απλανείς αστέρες και ένα έργο για …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”